Για την ανοιχτή επιστολή 42 καθηγητών του Παντείου Πανεπιστημίου |
Tου Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου |
Δεν με εξέπληξε, εξαιρουμένων δύο ή τριών υπογραφών, η ανοιχτή επιστολή των 42 καθηγητών της Παντείου που ζητούν «ανοικτά πανεπιστήμια». Την τελευταία τριετία, από το Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, αρκετοί από τους υπογράφοντες παρενέβησαν κατ’ επανάληψη στο δημόσιο διάλογο, τοποθετούμενοι και τότε, όπως και σήμερα, στη «σωστή» πλευρά: απέναντι στην κοινωνική διαμαρτυρία, έμμεσα ή και ευθέως στο πλευρό της κυβέρνησης.
Δεν είναι λοιπόν πρωτότυπο ότι τα αντανακλαστικά των συντακτών του κειμένου ενεργοποιούνται για μια ακόμα φορά σε περίοδο κατά την οποία δυσκολεύεται, όχι γενικώς η χώρα, αλλά ειδικώς η κυβέρνηση - προσωπικά αδυνατώ να θυμηθώ παρέμβασή τους που να αντιτίθεται σε επώδυνες για τμήματα της κοινωνίας κυβερνητικές επιλογές, αν και τελευταία οι αφορμές δεν υπήρξαν λίγες.
Αν κάτι προσφέρει νέο υλικό προς συζήτηση, έτσι, αυτό έχει να κάνει με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται στο επίμαχο κείμενο.
Ο πρώτος από αυτούς αφορά τις «αδιέξοδες καταλήψεις» και τις «ανέξοδες απεργίες». Δεν ξέρω ποια αίσθηση του μοιραίου υποχρεώνει κοινωνικούς επιστήμονες να προδικάζουν την έκβαση μιας κινητοποίησης εν τη γενέσει της· οι ίδιοι οι υπογράφοντες, ωστόσο, γνωρίζουν καλά ότι, από την απόσυρση του ν. 815 μέχρι την αποτροπή της αναθεώρησης του αρ. 16, οι φοιτητικές καταλήψεις υπήρξαν κάθε άλλο παρά ατελέσφορο μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση – όπως εξάλλου και οι απεργίες. Ως προς τις τελευταίες δε, φοβάμαι πως το πρόβλημα των συντακτών του κειμένου δεν έγκειται στο «ανέξοδο» του χαρακτήρος τους. Το βασικό γι΄ αυτούς είναι ότι θεωρούν ελάσσονα πολιτικά ζητήματα την αφορμή και το σκοπό των κινητοποιήσεων («διατηρ[ούμε] τις προσωπικές μας απόψεις απέναντι στον κατατεθέντα νόμο»), εξ ου και η όλη ευαισθησία τους εξανλείται στα μέσα της διαμαρτυρίας.
Ο δεύτερος ισχυρισμός τους έχει να κάνει με το διεκτραγωδούμενο κοινωνικό κόστος των κινητοποιήσεων οι οποίες, σύμφωνα με τους υπογράφοντες, στερούν «από χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες το δικαίωμα στη μόρφωση», υποχρεώνουν «την ελληνική οικογένεια (...) να επιβαρυνθεί την επιμήκυνση των σπουδών των παιδιών της» και «απαγορεύ[ουν] στους πανεπιστημιακούς δασκάλους να ασκήσουν τα διδακτικά και ερευνητικά καθήκοντά τους». Πού κατοικεί, τελικά, αυτή η φαντασιακή κοινότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών και αφήνει τους υπογράφοντες να μιλούν στο όνομά της; Πόσο λογικό είναι να ξέρουν καλύτερα οι καθηγητές απ’ ό,τι οι φοιτητές ποια είναι τα πραγματικά τους συμφέροντα - αν δεν πρόκειται τουλάχιστον για χαραμοφάηδες; Και πόσο ειλικρινές το ενδιαφέρον για την κρίση και τη λαϊκή οικογένεια, που θά’ λεγε και το ΚΚΕ, όταν αφήνει έξω από την επικράτειά του τις συνέπειες του νέου νόμου για τα παιδιά αυτών των οικογενειών; Γιατί δεν θίγεται, με άλλα λόγια, η ελληνική/λαϊκή οικογένεια από τη μετατροπή του δημοκρατικού δημοσίου πανεπιστημίου σε ιδεολογικό μηχανισμό της άρχουσας τάξης, για να θυμηθούμε τον γκραμσίζοντα Μάκη Βορίδη, θίγεται όμως από τις κινητοποιήσεις που ζητούν να αποτρέψουν την εξέλιξη αυτή;
Δεν θεωρώ μέτρο των πάντων την εμπειρία των δικών μου φοιτητικών χρόνων, σύμφωνα με την οποία ήταν τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών αυτά που κατά κανόνα πρωτοστατούσαν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Αλλού όμως είναι το θέμα: οι υπογράφοντες δεν διανοούνται καν ένα πανεπιστήμιο στο οποίο να αποφασίζουν συλλογικά διδάσκοντες και διδασκόμενοι. Διατηρούν μιαν αντίληψη για την κοινωνία που θέλει την τελευταία (άρα και το πανεπιστήμιο) άθροισμα ατόμων και των βουλήσεών τους – πέρα από συλλογικότητες οργανωμένες επί τη βάσει αντικρουόμενων πεποιθήσεων και συλλογικών συμφερόντων. Τι να κάνουμε όμως; Μέχρι την εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη, με το περιεχόμενο του οποίου οι 42 πανεπιστημιακοί δεν καταδέχονται να ασχοληθούν, η λειτουργία των πανεπιστημίων εναπόκειται στις αποφάσεις των συλλογικών εκφράσεων (των συνιστωσών) της ακαδημαϊκής κοινότητας. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, όχι στη δημοκρατία του facebook.
Ο τρίτος ισχυρισμός τους συνοψίζει, τελικά, την πεμπτουσία της παρέμβασης των 42 πανεπιστημιακών. Οι ίδιοι που διατηρούν το δικαίωμα στις πολλαπλές αναγνώσεις του νέου νόμου (μολονότι η εφαρμογή ή μη του τελευταίου είναι το μείζον για την ακαδημαϊκή κοινότητα τους τελευταίους αρκετούς μήνες…) είναι αυτοί που ζητούν, καταλήγοντας, την «ουσιαστική αξιοποίηση, αποτίμηση και βελτίωση του νέου θεσμικού πλαισίου στην πορεία εφαρμογής του». Σε απλά ελληνικά: δεν έχει σημασία τι λέει και τι κάνει ο νόμος. Το θέμα είναι να εφαρμοστεί. Οι 42 απαιτούν, με άλλα λόγια, εξετάσεις και παραδόσεις, εκπαίδευση και έρευνα, όχι απλά «σα να μη συμβαίνει τίποτα», αλλά στο νέο αυταρχικό εκπαιδευτήριο που θεσπίζει ο νόμος Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη. Το χειρότερο: είναι τόσο μέσα στη λογική του νόμου αυτού, που ζητούν από τους πρυτάνεις να πράξουν τα νόμιμα («να αναλάβουν την ομαλή υλοποίηση των νομικών τους υποχρεώσεων»), όσο ακόμα δεν έχουν επιληφθεί αστυνομικοί της ασφάλειας, κατά τα πρότυπα του Πανεπιστημίου της Κρήτης.
Αυτή είναι, εν κατακλείδι, η πραγματική «ακαδημαϊκή εκτροπή», για την οποία κάνουν λόγο οι 42 στο κείμενό τους: η μετατροπή ακαδημαϊκών δασκάλων σε προπομπούς, αρωγούς και απολογητές της (μνημονιακής) εκτελεστικής εξουσίας, σε μια κατά τα άλλα «κρίσιμη συγκυρία», όπως αρέσκονται να επαναλαμβάνουν σε συλλογικές ή ατομικές παρεμβάσεις τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου