24/9/11

Τα «ανοιχτά πανεπιστήμια» και η δημοκρατία του facebook


Για την ανοιχτή επιστολή 42 καθηγητών του Παντείου Πανεπιστημίου
Tου Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου





Δεν με εξέπληξε, εξαιρουμένων δύο ή τριών υπογραφών, η ανοιχτή επιστολή των 42 καθηγητών της Παντείου που ζητούν «ανοικτά πανεπιστήμια». Την τελευταία τριετία, από το Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, αρκετοί από τους υπογράφοντες παρενέβησαν κατ’ επανάληψη στο δημόσιο διάλογο, τοποθετούμενοι και τότε, όπως και σήμερα, στη «σωστή» πλευρά: απέναντι στην κοινωνική διαμαρτυρία, έμμεσα ή και ευθέως στο πλευρό της κυβέρνησης.

Δεν είναι λοιπόν πρωτότυπο ότι τα αντανακλαστικά των συντακτών του κειμένου ενεργοποιούνται για μια ακόμα φορά σε περίοδο κατά την οποία δυσκολεύεται, όχι γενικώς η χώρα, αλλά ειδικώς η κυβέρνηση - προσωπικά αδυνατώ να θυμηθώ παρέμβασή τους που να αντιτίθεται σε επώδυνες για τμήματα της κοινωνίας κυβερνητικές επιλογές, αν και τελευταία οι αφορμές δεν υπήρξαν λίγες.

Αν κάτι προσφέρει νέο υλικό προς συζήτηση, έτσι, αυτό έχει να κάνει με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται στο επίμαχο κείμενο.

Ο πρώτος από αυτούς αφορά τις «αδιέξοδες καταλήψεις» και τις «ανέξοδες απεργίες». Δεν ξέρω ποια αίσθηση του μοιραίου υποχρεώνει κοινωνικούς επιστήμονες να προδικάζουν την έκβαση μιας κινητοποίησης εν τη γενέσει της· οι ίδιοι οι υπογράφοντες, ωστόσο, γνωρίζουν καλά ότι, από την απόσυρση του ν. 815 μέχρι την αποτροπή της αναθεώρησης του αρ. 16, οι φοιτητικές καταλήψεις υπήρξαν κάθε άλλο παρά ατελέσφορο μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση – όπως εξάλλου και οι απεργίες. Ως προς τις τελευταίες δε, φοβάμαι πως το πρόβλημα των συντακτών του κειμένου δεν έγκειται στο «ανέξοδο» του χαρακτήρος τους. Το βασικό γι΄ αυτούς είναι ότι θεωρούν ελάσσονα πολιτικά ζητήματα την αφορμή και το σκοπό των κινητοποιήσεων («διατηρ[ούμε] τις προσωπικές μας απόψεις απέναντι στον κατατεθέντα νόμο»), εξ ου και η όλη ευαισθησία τους εξανλείται στα μέσα της διαμαρτυρίας.

Ο δεύτερος ισχυρισμός τους έχει να κάνει με το διεκτραγωδούμενο κοινωνικό κόστος των κινητοποιήσεων οι οποίες, σύμφωνα με τους υπογράφοντες, στερούν «από χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες το δικαίωμα στη μόρφωση», υποχρεώνουν «την ελληνική οικογένεια (...) να επιβαρυνθεί την επιμήκυνση των σπουδών των παιδιών της» και «απαγορεύ[ουν] στους πανεπιστημιακούς δασκάλους να ασκήσουν τα διδακτικά και ερευνητικά καθήκοντά τους». Πού κατοικεί, τελικά, αυτή η φαντασιακή κοινότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών και αφήνει τους υπογράφοντες να μιλούν στο όνομά της; Πόσο λογικό είναι να ξέρουν καλύτερα οι καθηγητές απ’ ό,τι οι φοιτητές ποια είναι τα πραγματικά τους συμφέροντα - αν δεν πρόκειται τουλάχιστον για χαραμοφάηδες; Και πόσο ειλικρινές το ενδιαφέρον για την κρίση και τη λαϊκή οικογένεια, που θά’ λεγε και το ΚΚΕ, όταν αφήνει έξω από την επικράτειά του τις συνέπειες του νέου νόμου για τα παιδιά αυτών των οικογενειών; Γιατί δεν θίγεται, με άλλα λόγια, η ελληνική/λαϊκή οικογένεια από τη μετατροπή του δημοκρατικού δημοσίου πανεπιστημίου σε ιδεολογικό μηχανισμό της άρχουσας τάξης, για να θυμηθούμε τον γκραμσίζοντα Μάκη Βορίδη, θίγεται όμως από τις κινητοποιήσεις που ζητούν να αποτρέψουν την εξέλιξη αυτή;

Δεν θεωρώ μέτρο των πάντων την εμπειρία των δικών μου φοιτητικών χρόνων, σύμφωνα με την οποία ήταν τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών αυτά που κατά κανόνα πρωτοστατούσαν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Αλλού όμως είναι το θέμα: οι υπογράφοντες δεν διανοούνται καν ένα πανεπιστήμιο στο οποίο να αποφασίζουν συλλογικά διδάσκοντες και διδασκόμενοι. Διατηρούν μιαν αντίληψη για την κοινωνία που θέλει την τελευταία  (άρα και το πανεπιστήμιο) άθροισμα ατόμων και των βουλήσεών τους – πέρα από συλλογικότητες οργανωμένες επί τη βάσει αντικρουόμενων πεποιθήσεων και συλλογικών συμφερόντων. Τι να κάνουμε όμως; Μέχρι την εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη, με το περιεχόμενο του οποίου οι 42 πανεπιστημιακοί δεν καταδέχονται να ασχοληθούν, η λειτουργία των πανεπιστημίων εναπόκειται στις αποφάσεις των συλλογικών εκφράσεων (των συνιστωσών) της ακαδημαϊκής κοινότητας. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, όχι στη δημοκρατία του facebook.

Ο τρίτος ισχυρισμός τους συνοψίζει, τελικά, την πεμπτουσία της παρέμβασης των 42 πανεπιστημιακών. Οι ίδιοι που διατηρούν το δικαίωμα στις πολλαπλές αναγνώσεις του νέου νόμου (μολονότι η εφαρμογή ή μη του τελευταίου είναι το μείζον για την ακαδημαϊκή κοινότητα τους τελευταίους αρκετούς μήνες…) είναι αυτοί που ζητούν, καταλήγοντας, την «ουσιαστική αξιοποίηση, αποτίμηση και βελτίωση του νέου θεσμικού πλαισίου στην πορεία εφαρμογής του». Σε απλά ελληνικά: δεν έχει σημασία τι λέει και τι κάνει ο νόμος. Το θέμα είναι να εφαρμοστεί. Οι 42 απαιτούν, με άλλα λόγια, εξετάσεις και παραδόσεις, εκπαίδευση και έρευνα, όχι απλά «σα να μη συμβαίνει τίποτα», αλλά στο νέο αυταρχικό εκπαιδευτήριο που θεσπίζει ο νόμος Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη. Το χειρότερο: είναι τόσο μέσα στη λογική του νόμου αυτού, που ζητούν από τους πρυτάνεις να πράξουν τα νόμιμα («να αναλάβουν την ομαλή υλοποίηση των νομικών τους υποχρεώσεων»), όσο ακόμα δεν έχουν επιληφθεί αστυνομικοί της ασφάλειας, κατά τα πρότυπα του Πανεπιστημίου της Κρήτης.

Αυτή είναι, εν κατακλείδι, η πραγματική «ακαδημαϊκή εκτροπή», για την οποία κάνουν λόγο οι 42 στο κείμενό τους: η μετατροπή ακαδημαϊκών δασκάλων σε προπομπούς, αρωγούς και απολογητές της (μνημονιακής) εκτελεστικής εξουσίας, σε μια κατά τα άλλα «κρίσιμη συγκυρία», όπως αρέσκονται να επαναλαμβάνουν σε συλλογικές ή ατομικές παρεμβάσεις τους.


6/9/11

Τι Πανεπιστήμιο φτιάχνει ο νόμος-πλαίσιο Διαμαντοπούλου;

Των Άκη Ζαρκαδούλα και Γιώργου Μπενέκου
 
Η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτέλεσε κύριο μέλημα των αστικών κυβερνήσεων από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Παρ’όλα αυτά, οι αντιστάσεις εντός και εκτός Πανεπιστημίου στάθηκαν ως τώρα ανάχωμα για την πλήρη μετάλλαξη του Δημόσιου και Δωρεάν Πανεπιστημίου.

Αυτό που γνωρίζουμε από χρόνια, σήμερα επιβεβαιώνεται με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο: η επιχειρούμενη μετάλλαξη μόνο άσχετη δεν είναι με το καθεστώς κατεδάφισης των εργασιακών δικαιωμάτων που επικρατεί και που στις μέρες μας εντείνεται με τις πολιτικές σκληρής λιτότητας του Μνημονίου. Ουσιαστικά, όσα συμβαίνουν στα Πανεπιστήμια σχετίζονται με την επιβολή ενός νέου κοινωνικού «συμβολαίου», που σκοπό έχει να νομιμοποιήσει και να διαιωνίσει τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, την παύση των συλλογικών διεκδικήσεων και την εργοδοτική ασυδοσία.

Μηχανισμός εμπέδωσης αυτού του νέου «συμβολαίου» είναι το περίφημο χρέος, ενώ για την ολοκλήρωσή του, και μετά την πλήρη αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού, απαιτείται η ολοσχερής και οριστική μετάλλαξη του Πανεπιστημίου.

Η κατάργηση του αυτοδιοίκητου με την εμπλοκή εξωπανεπιστημιακών παραγόντων στη διοίκησή του, η εξάρτηση της χρηματοδότησης του Πανεπιστημίου από την ιδιωτική πρωτοβουλία, η ουσιαστική υποβάθμιση και εντατικοποίηση των σπουδών για την παραγωγή αναλώσιμων εργαζόμενων και η κατάργηση του ασύλου, βασικοί πυλώνες του νέου νομοσχεδίου Διαμαντοπούλου, έρχονται να επικυρώσουν την παραπάνω πολιτική.

1. Άρση του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων
  
Σε όλη αυτή τη διαδικασία αναδιάρθρωσης υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται οι δομές διοίκησης των Πανεπιστημίων. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, έτσι, αφαιρούνται οι δικαιοδοσίες από τα τωρινά όργανα συνδιοίκησης και επιβάλλεται ένα νέο ολιγαρχικό μοντέλο διοίκησης μέσω του 15μελούς Συμβουλίου. Το «Συμβούλιο Διοίκησης» θα αποτελείται από 7 εκλεγμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, τα οποία θα επιλέγουν άλλα 7 μέλη εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας, και από 1 φοιτητή.

Το Συμβούλιο Διοίκησης δεν θα ελέγχεται και δεν θα λογοδοτεί πουθενά. Καταστρατηγείται έτσι πλήρως το αυτοδιοίκητο, αφού όχι μόνο δεν θα εκπροσωπούνται επαρκώς όλα τα μέρη της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά και η παρουσία εξωθεσμικών παραγόντων θα μπορεί να χαράζει τη στρατηγική του εκάστοτε ιδρύματος προς ιδιωτικά οφέλη. Πρόκειται για μία κατάφωρα αντισυνταγματική πρακτική που καταλύει τη δημοκρατία στα όργανα, στους τρόπους λήψης αποφάσεων και στη διοίκηση του Πανεπιστημίου, αφήνοντας πεδίο για την ανάπτυξη σχέσεων διαπλοκής και εξυπηρέτησης επιχειρησιακών συμφερόντων.

Καίριος είναι και ο περιορισμός της φοιτητικής συμμετοχής στα όργανα λήψης αποφάσεων. Η  ύπαρξη ενός φοιτητή στο Συμβούλιο Διοίκησης είναι ουσιαστικά συμβολική και απεικονίζει το «αναγκαίο κακό» της συμμετοχής τους από το Υπουργείο. Ο ένας αυτός φοιτητής θα εκλέγεται μάλιστα από ενιαίο ψηφοδέλτιο από το σώμα των φοιτητών, κάτι το οποίο έμπρακτα σημαίνει κατάργηση των συλλογικοτήτων και των συλλογικών μορφών δράσεων και εξατομίκευση του φοιτητικού σώματος.

2. Επιχειρηματίες στην «υπηρεσία» του Πανεπιστημίου

Η «αυτοδιοίκηση» των ιδρυμάτων προϋποθέτει, κατά το Υπουργείο, και την «οικονομική αυτοτέλειά» τους. Η κρατική χρηματοδότηση όχι μόνο ελαχιστοποιείται, αλλά και θα χορηγείται ανάλογα με την αξιολόγηση του κάθε ιδρύματος. Αξιολόγηση μακριά από ακαδημαϊκά και κοινωνικά κριτήρια αλλά με κριτήρια οικονομικής ανταποδοτικότητας, ανάλογα δηλαδή με το πόσο συμμορφώνεται το κάθε ίδρυμα στα “θέλω” της αγοράς εργασίας. Παράλληλα, με την κρατική χρηματοδότηση διαμορφώνεται επιπλέον και η ιδιωτική, η οποία προφανώς θα θέσει τους δικούς της όρους και απαιτήσεις στον τρόπο οργάνωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Διαμορφώνεται έτσι μία ζοφερή κατάσταση: Σχολές με ανθρωπιστικό και με αδιάφορο για τους τεχνοκράτες αντικείμενο, οι οποίες δεν θα πληρούν τους όρους που τίθενται, θα αναγκαστούν λόγω περιορισμένων κονδυλίων, είτε να ορίσουν δίδακτρα για τους φοιτητές, είτε να οδηγηθούν στο κλείσιμο. Αντίθετα, σχολές που λόγω αντικειμένου καθίστανται απαραίτητες για την αναπαραγωγή των όρων αναπαραγωγής του κεφαλαίου, θα συγκεντρώνουν χορηγίες από ιδιώτες. Με τον τρόπο αυτό, οι τελευταίοι θα επηρεάζουν την παραγομένη έρευνα καθώς και τη δόμηση και οργάνωση των σπουδών. Αυτό είναι που θεσμοθετείται πλέον με τη δυνατότητα συμμετοχής τους στο παντοδύναμο «Συμβούλιο Διοίκησης».

3. Αποδόμηση των πτυχίων συνυφασμένη με τον «εργασιακό Μεσαίωνα»
Ανέπαφα από την κυβερνητική επίθεση δεν θα μπορούσαν να μείνουν ούτε το πρόγραμμα σπουδών και οι φοιτητικές παροχές. Από την υπογραφή της «Συνθήκης της Μπολόνια», εντάθηκε η προσπάθεια από τους νεοφιλελεύθερους πόλους για κατακερματισμό των πτυχίων, δηλαδή για τη κατασκευή ενός μοντέλου τριτοβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με μειωμένα δικαιώματα (και προσδοκίες), η οποία θα πιστοποιεί απλά έναν αυξημένο «αλφαβητισμό» του αποφοίτου, εξάγοντάς τον στην αγορά εργασίας τελείως αναλώσιμο.

Αναλυτικότερα, προτείνεται η διάσπαση του κύκλου σπουδών σε 3 χρόνια προπτυχιακών σπουδών, 2 χρόνια μεταπτυχιακών και 3 χρόνια διδακτορικών. Κάθε έτος σπουδών θα αντιστοιχεί σε 60 πιστωτικές μονάδες (οι μονάδες «μέτρησης της γνώσης»), οι οποίες στο τέλος της φοίτησης θα δημιουργούν μαζί με παράλληλους κύκλους σπουδών (σεμινάρια, ξένες γλώσσες κτλ.) έναν ατομικό φάκελο προσόντων, «διανθισμένο» με μαθήματα διαφόρων (και όχι ενός) επιστημονικών αντικειμένων.

Πρόκειται για τάσεις κάθε άλλο παρά άσχετες με τις αντίστοιχες αλλαγές στην αγορά εργασίας: τη σημαντική αύξηση της ανεργίας των πτυχιούχων, την υποβάθμιση της εργασιακής προοπτικής τους συνολικά (χαμηλές απολαβές, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων), αλλά και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εφόσον ο εργαζόμενος θα αναγκάζεται πια σε ένα διαρκές κυνήγι πιστωτικών μονάδων, ανταγωνιζόμενος τους υπόλοιπους και καταλήγοντας να διεκδικεί μόνος του απέναντι στους εργοδότες τα δικαιώματά του.

Χαρακτηριστική, εξάλλου, της ταξικής πολιτικής του υπουργείου είναι η περικοπή των φοιτητικών παροχών. Η σίτιση και η στέγαση ιδιωτικοποιούνται, ενώ στο νέο πνεύμα «εκσυγχρονισμού» περιλαμβάνεται και η θέσπιση ηλεκτρονικών συγγραμμάτων από το 2014 και μετά. Για να αναγκαστούν οι φοιτητές να πληρώνουν για τις ανάγκες τους,  εισάγονται επίσης τα φοιτητικά δάνεια, κατ΄επιταγή μιας αγοραίας αντίληψης για τις σπουδές τους, στο έδαφος της οποίας εύκολα πλέον θα μπορούν να εισαχθούν και δίδακτρα.
   
4. Εντατικοποιημένο Πανεπιστήμιο, χωρίς άσυλο, χωρίς κοινωνικούς αγώνες

Αναγκαίο συμπλήρωμα σε όλα τα παραπάνω, η κατάργηση του ασύλου. Σε καιρούς που οι κυβερνητικές επιθέσεις συναντούν αγώνες που -ευτυχώς- πληθαίνουν, η καταστολή και τρομοκράτησή τους θα γίνονται πλέον χωρίς το ιδεολογικό και φυσικό καταφύγιο του ασύλου. Μπορούμε έτσι να φανταστούμε στο εξής, έπειτα από απόφαση ενός συλλόγου φοιτητών για κατάληψη της σχολής να εισβάλλουν δυνάμεις των ΜΑΤ στους πανεπιστημιακούς χώρους,  εκκενώνοντάς τους κατόπιν εντολής του manager-διοικητή του Πανεπιστημίου.

Από την άλλη πλευρά, ένα Πανεπιστήμιο που θα λειτουργεί με επιχειρησιακούς όρους χρηματοδότησης και αντίστοιχους όρους φοίτησης (προαπαιτούμενα μαθήματα, υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, όριο φοίτησης τα ν+2 χρόνια, διαγραφές φοιτητών) και διοίκησης, προφανώς δεν θα μπορεί να είναι ένα πεδίο αμφισβήτησης των υπαρχουσών κοινωνικών δομώ, παρά μόνο ένα πεδίο καλλιέργειας του σκληρού νεοφιλελεύθερου ανταγωνισμού.

Κατόπιν όλων αυτών, αν υπάρχει κάτι που δεν θα πρέπει στιγμή να ξεχνάμε είναι ότι η βασική παράμετρος που μέχρι στιγμής καθυστέρησε ή ανέκοψε αρνητικές εξελίξεις στο ελληνικό Πανεπιστήμιο ήταν η ύπαρξη μαζικών διαδικασιών του φοιτητικού κινήματος, που συναντιούνταν με την κίνηση άλλων ριζοσπαστικών κομματιών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Την ίδια στιγμή, βεβαίως, μετά και το μαζικό κίνημα των πλατειών, οφείλουμε να επανεξετάσουμε τα εργαλεία ερμηνείας της πραγματικότητας και να αναζητήσουμε διευρυμένες κοινωνικές συμμαχίες: στο Σύνταγμα, στους εργασιακούς χώρους, στο Πανεπιστήμιο - συμμαχίες για την αποδόμηση των όποιων αρνητικών συσχετισμών και, εν προκειμένω, την ανατροπή του αντικοινωνικού νομοσχεδίου της κ. Διαμαντοπούλου...